- -άρχος
- [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β' συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγούπρβλ. αρχ.-νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχοςαρχ.στέγαρχος, ύπαρχος, φρατρίαρχος κ.ά. Ο τ. -αρχος, ο οποίος απαντά ευρύτατα σε σύνθετα της αττικής διαλέκτου σε αντίθεση προς την Ιωνική και την Κοινή, όπου επιδίδουν τα σύνθετα σε -άρχης*, χρησιμοποιήθηκε κυρίως στη στρατιωτική και διοικητική ορολογία για τον σχηματισμό όρων που χαρακτηρίζουν τον διοικητή, τον επόπτη ή τον επικεφαλήςπρβλ. αρχ.-νεοελλ. δήμαρχος, έπαρχος, ίλαρχος, ληξίαρχος, ναύαρχος, στόλαρχος, ταξίαρχος, φρούραρχοςαρχ.εκατόνταρχος, εφήβαρχος, ίππαρχος, κώμαρχος, τριήραρχοςνεοελλ.μοίραρχος, πλοίαρχος, πτέραρχος, σμήναρχος κ.ά. Τέλος, το -αρχος απαντά ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό κυρίων ονομάτων της αρχαίας Ελληνικήςπρβλ. Αγάθαρχος, Αγύαρχος, Αλέξαρχος, Αλίαρχος, Ανάξαρχος, Αρήσαρχος, Αρίσταρχος, Γέλαρχος, Δείναρχος, Δικαίαρχος, Έρμαρχος, Εύαρχος, Ηγίσαρχος, Θαλίαρχος, Κλέαρχος, Κτήσαρχος, Λέαρχος, Λύσαρχος, Νέαρχος, Νίκαρχος, Ξέναρχος, Ονόμαρχος, Πλούταρχος, Τίμαρχος κ.ά.]Σύνθετα σε -αρχος που χρησιμοποιούνται στη νέα Ελληνική άναρχος, απείθαρχος, γυμνασίαρχος, δήμαρχος, εκατόνταρχος, έξαρχος, έπαρχος, ίλαρχος, καλονάρχος, κανονάρχος, κυρίαρχος, ληξίαρχος, λήσταρχος, μέραρχος, μοίραρχος, ναύαρχος, πλοίαρχος, πολέμαρχος, πτέραρχος, σμήναρχος, στόλαρχος, ταξίαρχος, ύπαρχος, φίλαρχος φρούραρχος, φύλαρχος, χιλίαρχος.
Dictionary of Greek. 2013.